ίσμα

ίσμα
(I)
ἵσμα, τὸ (Α) [ίζω]
θεμέλιο, ίδρυμα, κτίσμα.
————————
(II)
ἴσμα, τὸ (Α)
βλ.ἴσθμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἵσμα — foundation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουντάρισμα — το αιφνίδια επίθεση εναντίον κάποιου, εφόρμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουντάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, λιντσάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • μπουκάρισμα — το ορμητική είσοδος ή έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • πιαντάρισμα — το, Ν το γυάλισμα και η όλη σχετική κατεργασία τής πιάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαντάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κορνάρ ισμα, φρενάρ ισμα] …   Dictionary of Greek

  • λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρεφιλάρισμα — το, Ν λέπτυνση τών άκρων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφιλάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • σεντράρισμα — το, Ν (στο ποδόσφαιρο) η εκτέλεση σέντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεντράρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • σερβίρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”